ὠρύεται

ὠρύεται
ὠρύ̱εται , ὠρύομαι
howl
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • CASTORIS — marinum animal, tam horrendi eiulatus, ut audientes enecet, uti refert Aelian. l. 9. c. 50. Hinc Oppianus Halieutic. l. 1. Καςτορίδες τ᾿ ὀλοαὶ δυςπ ενθέεες, αἰτ᾿ ἀλεγεινην` Ο῎ςπαν ἐπὶ κροκάλοισιν ἀπαίσιον ὠρύονται, Α᾿νδράσιν῾ ὃς δέ κε γῆρυν εν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 …   Dictionary of Greek

  • ωρύομαι — 1. σχετικά με ζώα, βγάζω άγρια κραυγή, γαβγίζω, ουρλιάζω, σκούζω. 2. σχετικά με ανθρώπους, κραυγάζω σαν άγριο θηρίο, θρηνώ: Ωρύεται από το κακό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”